κήδιστος

κήδιστος
κήδιστος, -ίστη, -όν (Α)
1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.)
2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι
οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ επιγαμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός < θ. κηδ- τού κῆδος + κατάλ -ιστος (πρβλ. άρ-ιστος, κάκ-ιστος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κήδιστος — most worthy of one s care masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδίστων — κήδιστος most worthy of one s care fem gen pl κήδιστος most worthy of one s care masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδίστους — κήδιστος most worthy of one s care masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδιστοι — κήδιστος most worthy of one s care masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

  • k̂ād- : k̂ǝdes- : k̂ǝd-s- —     k̂ād : k̂ǝdes : k̂ǝd s     English meaning: uneasiness, displeasure, hate     Deutsche Übersetzung: ‘seelische Verstimmung; Kummer, Haß”     Note: It derived from Root od 2 (*had ): “disgust, hate” earlier Root od 1 (*had ): “to smell, *have… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”