- κήδιστος
- κήδιστος, -ίστη, -όν (Α)1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.)2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.)3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοιοι πλησιέστατοι συγγενείς εξ επιγαμίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός < θ. κηδ- τού κῆδος + κατάλ -ιστος (πρβλ. άρ-ιστος, κάκ-ιστος)].
Dictionary of Greek. 2013.